Διατελέσαντες Μητροπολίτες

Αθηναγόρας Μητροπολίτης Φωκίδος (23 Νοεμβρίου 1986 έως  17 Μαρτίου 2014)
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Φωκίδας κ. Αθηναγόρας (κατά κόσμον Νικόλαος) Ζακόπουλος γεννήθηκε το 1931 στο Αμάραντο  της Κόνιτσας Ιωαννίνων.
Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στο Αμάραντο, τα δευτεροβάθμια στην Κέρκυρα και την Κόνιτσα και τα πανεπιστημιακά στην Θεολογική Σχολή Αθηνών (1952-1956), λαμβάνοντας το πτυχίο του το 1956. Διάκονος και Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1959. 
Το 1967 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Πραγματοποίησε περαιτέρω σπουδές στην Ψυχολογία, Παιδαγωγική και σύγχρονη Φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Οξφόρδης (1967-1968), Τορόντο Καναδά (1968-1969), Σικάγου (1971-1972), και Γαίηλ των Η.Π.Α. (1977-1978). 

Δίδαξε ως Καθηγητής Ηθική και Κοινωνική Φιλοσοφία, Φιλοσοφία του Ανθρώπου και Φιλοσοφία της Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο Ντε Πωλ του Σικάγο (1971-1974), Φιλοσοφία του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο Σαιντ Τζωνς Νέας Υόρκης (1978-1979),William Paterson Η.Π.Α. και στη ΣΕΛΜΕ Πατρών στο 1982.
Υπηρέτησε ως Εφημέριος και Πρωτοσύγκελος στην Ι. Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μ. Βρετανίας και ως Εφημέριος στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αμερικής και Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Μητροπολίτης Φωκίδoς χειροτονήθηκε την 28.9.1986.
Επί της Αρχιερατείας αυτού επαναλειτουργούν : η Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού Παρνασσίδος (ως γυναικεία), η Ι.Μ. Παναγίας Βαρνακόβης (ως γυναικεία), η Ι.Μ. Παναγίας Κουτσουρούς (ως γυναικεία), η Ι.Μ. Μεταμορφώσεως Σωτήρος Γαλαξειδίου (ως γυναικεία) η Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Αρτοτίνης (ως ανδρώα)  στην οποία μόνασε ο ήρωας Αθανάσιος Διάκος, η Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Δεσφίνης (ως ανδρώα), και η Ι.Μ. Αγίου Γεωργίου Καλλιθέας (ως ανδρώα).  Επίσης επισκέπτεται όλες τις ενορίες της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος. Οργανώνονται κατά καιρούς Ιερατικά Συνέδρια και σε διάφορες εορτές πραγματοποιούνται διαλέξεις και εορταστικές εκδηλώσεις των Κατηχητικών Σχολείων, διεξάγονται απογευματινά κηρύγματα κ.α.
Από το Μάρτιο του 1988 εκδίδεται από την Μητρόπολη η εφημερίδα «Εκκλησιαστικό Βήμα» πνευματικής οικοδομής και ενημέρωσης. Ομοίως εκδίδεται κάθε έτος εγκόλπιο Ημερολόγιο. Έχει προλογίσει διάφορα βιβλία.
Την Κυριακή 31 Ιουλίου 1988 ο Μακαριώτατος και αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Κυρός Σεραφείμ επισκέφτηκε την Άμφισσα και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φωκίδος κ. Αθηναγόρα.  Παρακολούθησε την Θείαν Λειτουργία στον Μητροπολιτικό Ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Άμφισσας. Η επίσκεψη ήταν ανεπίσημη.
Την 9η Οκτωβρίου 1994 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου Εφέδρου Πολεμιστή στην Πλατεία Κεχαγιά Άμφισσας. Την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2000 έγιναν τα Θυρανοίξια του αποπερατωθέντος Εξωκκλησίου του Αγ. Δημητρίου στην θέση Κάμινο Άμφισσας.
Το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2000 επισκέφτηκε την πόλη της Άμφισσας ο Μακαριώτατος και αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Κυρός Χριστόδουλος, και χοροστάτησε στον Εσπερινό μαζί με τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φωκίδος κυρό Αθηναγόρα και άλλους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, στον Ενοριακό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγ. Νικολάου Άμφισσας.  Την επόμενη Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2000 στον Όρθρο χοροστάτησε και στο Αρχιερατικό Συλλείτουργο προεξήρχε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος, και κατόπιν ανακηρύχθηκε Επίτιμος Δημότης υπό του Δήμου Αμφίσσης. Έγιναν εορταστικές εκδηλώσεις για την εκατονταετία της Ενορίας και του Ενοριακού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγ. Νικολάου Αμφίσσης. Στη συνέχεια ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος επισκέφτηκε την Ιτέα και την Κίρρα.
Την 26η Μαΐου 2001 έγιναν τα Θυρανοίξια του Εξωκκλησίου Αγ. Κοσμά του Αιτωλού στην Άμφισσα. Ομοίως τον Ιούλιο-Αύγουστο 2001 έγιναν τα Θυρανοίξια του Εξωκκλησίου Αγ. Φανουρίου Άμφισσας. Την 3η Μαΐου 2003 έγινε υποδοχή και Λιτανεία των Ιερών Ενθυμημάτων του Εθνεγέρτη και Εθνομάρτυρα μακαριστού Επισκόπου Σαλώνων Κυρού Ησαΐου, που φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Οσίου Λουκά Λειβαδιάς, κατά τον εορτασμό της Επετείου Απελευθερώσεως της ακροπόλεως των Σαλώνων (Άμφισσας) από τον τουρκικό ζυγό. Ομοίως την 17ην Απριλίου 2004 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του οπλαρχηγού Πανουργιά στην Πλατεία Κεχαγιά Άμφισσας.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φωκίδος Κυρός Αθηναγόρας διακρινόταν για την καλοσύνη, την ταπεινότητα, την πραότητα, την αφιλοχρηματία, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο και το ποίμνιο του, την μετριοφροσύνη και άλλα πολλά.  Διετέλεσε Συνοδικός Αρχιερέας τις Συνοδικές Περιόδους 1989-1990, 1995-1996, 2001-2002, 2008-2009.
Αθηναγόρου, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Μητροπολίτου της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.


Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος. (2 Φεβρουαρίου 1986 έως 23 Νοεμβρίου 1986).
Ονομαζόταν κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης.  Γεννήθηκε στα Οινόφυτα Βοιωτίας το 1938.  Το 1967 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Έγινε Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας από το 1967 έως το 1978 και Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από το 1978 έως και 1981. Εξελέγη Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας και χειροτονήθηκε το 1981. Διετέλεσε τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος από 2 Φεβρουαρίου 1986 έως 23 Νοεμβρίου 1986. Κατά την Τοποτηρητείαν αυτού την 5η Μαΐου 1986 έγινε η επαναφορά του Ανδριάντα του Εθνεγέρτη και Εθνομάρτυρα μακαριστού Επισκόπου Σαλώνων Ησαΐα στην ομώνυμη πλατεία Αμφίσσης.


Χρυσόστομος Μητροπολίτης Φωκίδος (25 Ιουνίου 1967 έως 1 Φεβρουαρίου 1986).
Ονομαζόταν κατά κόσμον Γεώργιος Βενετόπουλος του Νικολάου και της Αναστασίας. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1913. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο στην Πάτρα. Ακολούθως, και ενώ ήταν δικαστικός υπάλληλος, γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε πτυχίο το 1944. 

Εκάρη Μοναχός στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου του «Γηροκομείου» Πατρών. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1945 χειροτονήθηκε Διάκονος και στις 20 Σεπτεμβρίου 1945 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, χειροθετήθηκε δε Αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Πατρών Θεόκλητο (κατόπιν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών) και τοποθετήθηκε Εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας Πατρών. Το 1946 διορίστηκε Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών και για μικρό διάστημα ήταν Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών. Το 1950  διορίστηκε Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων στην οποία άσκησε και καθήκοντα Πρωτοσύγκελου (1956-1957). Κατά την διακονία του στα Ιωάννινα δίδαξε ως έκτακτος Καθηγητής στην Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων το μάθημα της Θρησκειολογίας, στο Πρότυπο Λύκειο Ιωαννίνων τα Θρησκευτικά μαθήματα, στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς το μάθημα της Λειτουργικής, και στο Κατώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Ιωαννίνων τα μαθήματα της Τελετουργικής και Εξομολογητικής.

Στις 15 Νοεμβρίου 1957 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο, Βοηθός Επίσκοπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και η χειροτονία του έγινε στις 24 Νοεμβρίου 1957 στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αθηνών από τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Β’. Στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών άσκησε τα καθήκοντα του Προέδρου του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου, είχε την εποπτεία του Θείου Κηρύγματος κ.α. Το 1958 άσκησε για ένα έτος τα καθήκοντα του Α’ Αντιπροέδρου Ιδρυμάτων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.  Έλαβε την τιμητική διάκριση του Ταξίαρχου του Βασιλικού Τάγματος Γεωργίου Α’ από τον Βασιλέα των Ελλήνων Παύλο.

Την 1η Ιουνίου 1967 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο Μητροπολίτης Φωκίδος και την 5η Ιουνίου 1967 ο Μακαριότατος και μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κυρός Ιερώνυμος ανήγγειλε στο Συνοδικό Μέγαρο το Μικρό Μήνυμα για την εκλογή του.  Επακολούθησε το Μέγα Μήνυμα στα Συνοδικά Γραφεία του Ιερού Ναού του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα.  Στις 14 Ιουνίου 1967 έγινε η διαβεβαίωση ενώπιον του Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνου Β’ και στις 25 Ιουνίου 1967 έγινε η ενθρόνισή του στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Άμφισσας.

Κατά την Αρχιερατεία του και με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε το 1967 και ανεγέρθη το Οικοτροφείο της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος για την στέγαση, διατροφή και Χριστιανική διαπαιδαγώγηση των απόρων μαθητών του εξαταξίου Γυμνασίου. Αυτό λειτούργησε μέχρι το 1980. Επίσης συνέστησε το Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος «Ησαΐας ο Σαλώνων».
Στις 3 Νοεμβρίου 1967 εγκαινίασε  τον μικρό Ιερό Ναό του Αγ. Γεωργίου επί της οδού Σιμοπούλου, τον οποίον οικοδόμησε ο συμπολίτης Αναστάσιος Γαζής.  Την Μεγάλη Δευτέρα (15-4-1968) πέρασε από την Ιερά Μητρόπολη Φωκίδος ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Κυρός Ιερώνυμος σε ανεπίσημη επίσκεψη.
Την Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1971 έθεσε τον Θεμέλιο Λίθο του Ιερού Ναού Αγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού στην Άμφισσα και έκανε τα εγκαίνια του Ναού στις 30 Σεπτεμβρίου 1973.

Ανήγειρε νέο Μητροπολιτικό Μέγαρο (1977) πλησίον του παλαιού που κατεδαφίστηκε αργότερα. Το 1981 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου Θυμάτων στρατευμάτων κατοχής στην πλατεία Σιμοπούλου Αμφίσσης.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης είχε πλούσια θεολογική και πατερική μόρφωση και υπήρξε δεινός και μελίρρυτος κήρυκας του θείου λόγου. Ήταν πράγματι χρυσόστομος. Γραπτά κηρύγματά του διάβαζαν οι Εφημέριοι Ιερείς στους Ιερούς Ναούς της Ιεράς Μητρόπολης Φωκίδος. Επίσης υπήρξε τέλειος Λειτουργός των Ιερών Ακολουθιών.  Ήταν ακούραστος, δραστήριος, ευσεβής, ευγενής, ταπεινός, ζούσε έντονα την παρουσία του Θεού, εκδήλωνε πολλά χαρίσματα. Κατά καιρούς, συγκαλούσε Ιερατικά Συνέδρια. Στις χειροτονίες κληρικών ήταν πολύ προσεκτικός. Κήρυττε τον Θείον λόγο στους ομαδικούς εκκλησιασμούς των μαθητών και μαθητριών του Γυμνασίου Αμφίσσης στον Μητροπολιτικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Διετέλεσε Συνοδικός Αρχιερέας τις Συνοδικές Περιόδους : 1974-1975, 1982-1983.

Αιφνίδια υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και εκοιμήθη εν Κυρίω στο Νοσοκομείο Πατρών την 1η Φεβρουαρίου 1986. Η κηδεία του έγινε στις 3 Φεβρουαρίου 1986 στην Άμφισσα και ετάφη εις το Κοιμητήριο του Αγ. Νικολάου Αμφίσσης.
Ο Αρχιμ. Π. Θεόδωρος Σάββερης συμπληρώνει ότι : 1) ο μακαριστός Μητροπολίτης Φωκίδος κυρός Χρυσόστομος υπήρξε μαθητής και πνευματικό ανάστημα του αοίδιμου γέροντος των Πατρών Αρχιμ. Γερβασίου Παρασκευοπούλου. 2) Τα εσπερινά κηρύγματά του στην Πάτρα όπως και στα Ιωάννινα άφησαν εποχή. 3) Με την έγκρισή του και καθοδήγηση ανεγέρθηκαν δύο ενοριακά Πνευματικά Κέντρα (Ιτέας και Δελφών) και ένα τρίτο στην Άμφισσα. 4) Με τις αγωνιστικές ενέργειες του α) απέτρεψε στην Άμφισσα την προβολή κινηματογραφικής ταινίας που διακωμωδούσε  τον ιερό κλήρο. β) Μίλησε για τα καταπατούμενα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών. γ) Στηλίτευσε την ανεδαφική θεωρία της εξελίξεως του βιβλίου της Α’ Λυκείου και προκάλεσε την μήνη της τοπικής ΕΛΜΕ. δ) Αποχώρησε από την δοξολογία της 25ης Μαρτίου όταν ομιλών καθηγητής κατηγόρησε τον κλήρο της εποχής της τουρκοκρατίας. ε) Αποχώρησε από την θέση των επισήμων σε παρέλαση εθνικής εορτής όταν ο οικείος Νομάρχης θέλησε να υποβιβάσει την Εκκλησία.
Μία οδός της Άμφισσας φέρει τιμητικά το όνομά του.

Την Κυριακή 9 Μαρτίου 1986 έγινε στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αμφίσσης το 40ήμερο μνημόσυνο του αοιδίμου Μητροπολίτου Κυρού Χρυσοστόμου, υπό δύο Αρχιερέων και την Κυριακή 1η Φεβρουαρίου 1987 επίσης τελέστηκε το ετήσιο Μνημόσυνο αυτού υπό πέντε Αρχιερέων και πολλών Ιερέων και Διακόνων. Με την συμπλήρωση τριετίας από της κοίμησής του έγινε υπό των συγγενών του μετακομιδή των οστών του από την Άμφισσα στην Πάτρα.
Χρυσοστόμου του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Μητροπολίτου της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.


Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος ο Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Δαμασκηνός (1 Νοεμβρίου 1966 έως 25 Ιουνίου 1967).
Ονομαζόταν κατά κόσμον Νικόλαος Κοτζιάς.  Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1905. Πήρε το πτυχίο του από την Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών το 1928. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος και κατόπιν σαν καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος το 1943. Υπήρξε Γραμματεύς και Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βοηθός Επίσκοπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, και το 1958 εξελέγη Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας. Διετέλεσε τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος (1966-1967). Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 2 Απριλίου 1984.


Αθανάσιος Μητροπολίτης Φωκίδος (3 Μαΐου 1936 έως 30 Οκτωβρίου 1966)
Ονομαζόταν κατά κόσμον Κωνσταντίνος Παρίσης του Εμμανουήλ και της Ζωής. Γεννήθηκε στην Ύδρα στις 30 Ιουνίου 1885. Τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο Ύδρας και το Γυμνάσιο στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών (1903-1909) όπου κατά την περίοδο εκείνη ήταν διευθυντής ο Άγιος Νεκτάριος. Αξιώθηκε δε σαν Μητροπολίτης Φωκίδος να λάβει μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις για την αγιοκατάταξη του Αγ. Νεκταρίου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Φοίτησε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Σερίφου (1911) μετονομασθείς Αθανάσιος.  Διάκονος υπηρέτησε επί διετία στους Ι.Ν. Αγ. Κωνσταντίνου Ομονοίας και Χρυσοσπηλαιωτίσσης.  Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε στη Σύρο όπου και υπηρέτησε σαν ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Τήνου κλπ. (1914-1916) και μετά σαν στρατιωτικός ιερέας μετείχε σε εκστρατεία στην Μακεδονία (1918-1921) και στην Μ. Ασία. Λαμβάνοντας το βαθμό του ταγματάρχου. Κατόπιν υπηρέτησε Ιερεύς της Φρουράς Αθηνών και καθηγητής και εφημέριος στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο και το Αμερικανικό Κολέγιο Θηλέων Παλ. Φαλήρου.

Χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Φωκίδος (1936). Στον ενθρονιστήριο λόγο του αναφέρθηκε στους πάλαι ποτέ προκατόχους του, στην αγάπη και την τιμή που δέχθηκε από την Κυβέρνηση του Έθνους και την Εκκλησία, και στο έργο της Ποιμαντορικής εργασίας υπό το Φως του Ευαγγελίου που καλείτο να αναλάβει, καθώς και στο κάλεσμα του Ιερού Κλήρου και του ποιμνίου του σε συνεργασία.
Ίδρυσε Κατηχητικά Σχολεία, ίδρυσε το Γενικό Φιλόπτωχο ταμείο «Ησαΐας ο Σαλώνων» που ενίσχυε τους έχοντας ανάγκη κατά τα έτη της κατοχής και  προσέλαβε Ιεροκήρυκα για τις φυλακές Αμφίσσης.

Κατασκεύασε μαρμάρινο εικονοστάσιο αφιερωμένο στην Ζωοδόχο Πηγή στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και καθιέρωσε δεήσεις και θρησκευτικές εορτές κατά την Παρασκευή του Πάσχα λόγω του Θαύματος της Υπερμάχου Στρατηγού να σώσει τον Μητροπολιτικό Ναό και την πόλη της Άμφισσας κατά τον βομβαρδισμό της 25ης Απριλίου 1941.
Ανέγειρε εξωκκλήσιο  στην Μεγαλομάρτυρα Ειρήνη στην θέση «Κούλουρας» κοντά στην οδό Αμφίσσης- Αγ. Ευθυμίας επειδή κατά τις ημέρες του πολέμου βλέποντας τους βομβαρδισμούς και τους κινδύνους, παρακαλούσε για ειρήνη, σταυρώνοντας και ευλογώντας από το μπαλκόνι της Επισκοπής με τον Τίμιο Σταυρό.
Θεμελίωσε το Κωδωνοστάσιο του Ενοριακού Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου και Αγ. Νικολάου Άμφισσας.

Κατά την κατοχή επέδειξε εξαίρετο πατριωτισμό, θάρρος και αυτοθυσία, και έσωσε πολλούς από βέβαιο θάνατο. Χαρακτηριστικά όταν  συνελήφθησαν στην Άμφισσα δεκαπέντε πολίτες για να εκτελεστούν, σχημάτισε επιτροπή και πήγαν στον γερμανό Διοικητή όπου με απαράμιλλη ανδρεία έφτασε να προτάξει τα στήθη του για να εκτελεστεί εκείνος αντί των πιστών του. Ο Διοικητής τον συνεχάρη και διέταξε την απόλυση των κρατουμένων. Κι άλλες φορές βρέθηκε υπόδικος για να εκτελεστεί αλλά με τόλμη κατορθώνει πάντοτε να γλυτώνει. Κρύβει στην Μητρόπολη κατατρεγμένους, καταδιωκομένους πατριώτες ακόμη και ελασίτες, και φυγαδεύει αξιωματικούς Ιταλούς, Άγγλους. Συνελήφθη από τα ΕΣ-ΕΣ και οδηγήθηκε στις Φυλακές της οδού Μέρλιν στην Αθήνα. Εκεί καθόλου δεν κλονίστηκε η ευψυχία του προ των βασανιστηρίων και δεν ομολόγησε ούτε απεκάλυψε την δράση του. Προκάλεσε δε τον θαυμασμό των Γερμανών που τον άφησαν ελεύθερο να επιστρέψει στην έδρα του.

Επί της αρχιερατείας του συγχωνεύτηκε η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Δεσφίνης με την Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού (1952-1961) και έγινε  ανοικοδόμηση αυτής. Κατασκεύασε δε παρακαμπτήρια οδό προς την Ιερά Μονή Παναγίας Κουτσουρούς. Ανέθεσε στον γνωστό ασματογράφο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη να αναπληρώσει την Ιερά Ακολουθία της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Ειρήνης. Εξέδωσε επίσης πραγματεία με ιστορία-τέχνη-έγγραφα για την προβολή της Ιεράς Μονής Παναγίας Βαρνακόβης.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης ήταν γνώστης της εκκλησιαστικής (βυζαντινής) μουσικής και του τυπικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Διετέλεσε Συνοδικός Αρχιερέας κατά τις Συνοδικές περιόδους 1944-1945, 1948-1949, 1950 α’ εξάμ., 1953 α’ εξάμ., 1954 β’ εξάμ., 1958-1959, 1961-1962.

Το 1966 παραιτήθηκε το Θρόνου για λόγους υγείας, και εκοιμήθη εν Κυρίω στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 1967.   Το 1971 μεταφέρθηκαν στην Άμφισσα τα οστά του και τοποθετήθηκαν σε μνημείο στο κοιμητήριο Αγίου Νικολάου Αμφίσσης. Μία οδός της πόλης φέρει το όνομά του.
Αθανασίου, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Μητροπολίτου της Αγιωτάτης και Θεοφρουρήτου Μητροπόλεως Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.


Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος ο Αρχιμανδρίτης π. Ανανίας Μάνος (Σεπτέμβριος 1935 έως 3 Μαΐου 1936)
Ήταν Ιεροκήρυκας και Πρωτοσύγγελος της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος και διετέλεσε και Τοποτηρητής σε αυτήν (1928-1931) και (1935-1936).


Ιωακείμ, Μητροπολίτης Φωκίδος (4 Απριλίου 1931 έως Σεπτέμβριος 1935)
Κατά κόσμον ονομαζόταν Γεώργιος Αλεξόπουλος.  Γεννήθηκε στην Γκούρα Φενεού Κορινθίας τον Νοέμβριο του 1873. Τα εγκύκλια γράμματα διδάχθηκε στην γενέτειρα του και στην Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας, όπου λειτουργούσε Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο) και την εποχή εκείνη μόναζε εκεί ο συγγενής του Ιερομόναχος Βενέδικτος Πετρούλιας. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Αιγίου και το Α’ Γυμνάσιο Πατρών, στην Θεολογική Ακαδημία Μόσχας και εν συνεχεία στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1903).

Στην Ιερά Μονή Ταξιαρχών έλαβε το Αγγελικό Σχήμα ονομαζόμενος Ιωακείμ και χειροτονήθηκε Διάκονος. Χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης και διορίστηκε Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης (1904) και πρώτος Δ/ντης της Ιερατικής Σχολής Άρτης. Μετέβη στις ΗΠΑ ως Ιερατικός Προϊστάμενος του Ι.Ν. Αγ. Σοφίας στην Ουάσιγκτον (1906). Διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της νεοσύστατης Επισκοπής Αμερικής και Εφημέριος της κοινότητος Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας (1919) και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Βοστώνης (1920). Συνετέλεσε να ανεγερθούν Ιεροί Ναοί σε Βοστώνη, Πίτσμπουργκ, Λόουελ και Μόντρεαλ, με ευρύχωρα σχολεία και αίθουσες διαλέξεων. Ίδρυσε την Πανελλήνια Ένωση στην Αμερική και έγινε Γενικός Γραμματεύς και συνέβαλε στην γενικότερη οργάνωση του Ελληνισμού.  Παρά την προσπάθεια της ελληνικής κοινότητος Βοστώνης να παραμείνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξελέγη υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης Φωκίδος το 1930 και ενθρονίστηκε στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αμφίσσης το 1931. 

Υπήρξε τύπος αληθινού Επισκόπου, μειλίχιος και σεμνός, ταπεινός και ησύχιος, πράος και ασκητικός, πτωχός και αφιλοχρήματος, ζηλωτής καλών έργων, αδαμάντινος σε ήθος, πιστός στα δόγματα και τις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γλαφυρός στον λόγο του αλλά και πολυγραφότατος, ανεδείχθη λόγιος Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διετέλεσε Συνοδικός Αρχιερέας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την Συνοδική Περίοδο 1932-1933. Μετετέθη στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος (1935),όπου ανέπτυξε αξιολογότατη ποιμαντική δράση, συμπαραστάθηκε στους πλημμυροπαθείς της Άμφισσας και της Ιτέας δια της περιφοράς δίσκου στους Ι.Ν. της Μητροπόλεως Δημητριάδος, και παρέμεινε κοντά στο ποίμνιό του στην περίοδο της εχθρικής κατοχής (1941-1944).
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 15 Μαρτίου 1959 και ετάφη στο Βόλο αφού είχε αρρωστήσει από τον Οκτώβριο του 1958 και είχε προβλέψει την ημέρα του θανάτου του. Υπαγόρευσε δε ο ίδιος τους «προθανάτιους στοχασμούς και πόθους» του ευχαριστώντας τον Θεό για τις ευλογίες της ζωής του συγχωρώντας και ζητώντας και εκείνος την συγχώρηση, ευλογώντας την «ημετέρα Εκκλησία», εκφράζοντας τις επιθυμίες του για την τέλεση της ταφής του και κάνοντας προσευχή «για να τον δεχθεί ο Κύριος» την προηγουμένη ημέρα.
Ιωακείμ, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Μητροπολίτου πρώην της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.


Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος ο Αρχιμανδρίτης π. Ανανίας Μάνος (Ιανουάριος 1928 έως 4 Απριλίου 1931)
Ονομαζόταν κατά κόσμον Αντώνιος Μάνος. Γεννήθηκε στην Χρισσό Παρνασσίδος το 1881 ή 1882. Φοίτησε στο Δημοτικό και το Σχολαρχείο Χρισσού και στο Γιάγτζειο Γυμνάσιο Αμφίσσης. Απεφοίτησε από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1914. Εκάρη Μοναχός και χειροτονήθηκε Διάκονος στην Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού Παρνασσίδος από τον Επίσκοπο Φωκίδος Αμβρόσιο και κατόπιν υπηρέτησε διαδοχικά ως Ιεροκήρυκας στις Μητροπόλεις Κορινθίας, Πολυανής και Κιλκισίου, Τρίκκης και Σερρών, στη Μητρόπολη Ύδρας διετέλεσε τοποτηρητής και στη Μητρόπολη Φωκίδος τοποτηρητής και Πρωτοσύγγελος. Επί της Τοποτηρητείας αυτού έγιναν τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου ή Μνημείου των Πεσόντων σε πολέμους Αμφισσέων.  Έγραψε για τον Εθνομάρτυρα Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα (1930) και διάφορα άρθρα σε εκκλησιαστικά περιοδικά και επαρχιακές εφημερίδες. 

Εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου το 1944 και κατόπιν μετατέθηκε από την Ιερά Σύνοδο στην χηρεύουσα θέση της Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών αλλά δεν  δέχτηκε την προαγωγή και παρέμεινε στην Ιερά Μητρόπολη Καρυστίας και Σκύρου μέχρις ότου εκοιμήθη εν Κυρίω στις 16 Νοεμβρίου 1957. Εκεί ίδρυσε φιλόπτωχα ταμεία και φιλανθρωπικούς συλλόγους, οργάνωσε εράνους υπέρ των ανταρτοπλήκτων της Βορείου Ελλάδος, μοίραζε είδη ιματισμού σε πυροπαθή χωριά, έδειξε ενδιαφέρον για αύξηση των κατηχητικών σχολείων.


Αμβρόσιος Επίσκοπος Φωκίδος (Ιούλιος 1901 έως 25 Ιουλίου 1922)

Αμβρόσιος Μητροπολίτης Φωκίδος (25 Ιουλίου 1922 έως 29 Ιανουαρίου 1928)
Το επώνυμό του ήταν Τσάπος. Γεννήθηκε στην Κάλυμνο στις 28 Αυγούστου 1863 όπου έλαβε την εγκύκλιο μόρφωσή του. Το 1883 εισήχθη στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών και απεφοίτησε το 1887. Το 1892 απεφοίτησε από την Θεολογική Σχολή αριστεύοντας και του απενεμήθη το Ράλλειο βραβείο 1.200 δραχμών.
Υπηρέτησε ως διάκονος στην Ελληνική Πρεσβεία Πετρούπολης (Ρωσίας) (1889-1890), κατόπιν ως πρεσβύτερος και ιεροκήρυκας στην Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και το 1895 τοποθετήθηκε Ιεροκήρυκας Νομού Φθιώτιδος και Φωκίδος και τέλος στην Ηγουμενίτσα, στην Ιερά Μονή Αγάθωνος. Το 1899 διορίστηκε Ιεροκήρυκας και Εφημέριος του Βασιλικού Ναυστάθμου.

Χειροτονήθηκε Επίσκοπος Φωκίδος το 1901 στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση Αθηνών. Μαζί με άλλους αρχιερείς μετείχε σε 5μελή Ιερά Σύνοδο που αναθεμάτισε τον τότε Πρόεδρο της Επαναστατικής Ελληνικής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης που εγκαταστάθηκε μετά στην Αθήνα, καταδικάστηκε σε έκπτωση από τον θρόνο του (1917) αλλά επανήλθε λόγω ακύρωσης της απόφασης το 1920. Με τον Νόμο 2891/1922 επί Βασιλέως των Ελλήνων Κων/νου ορίστηκε ότι όλες οι Επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ονομάζονται Μητροπόλεις και οι αρχιερείς σε αυτές ονομάζονται Μητροπολίτες.  Έκτοτε ο Επίσκοπος Φωκίδος Αμβρόσιος ονομάστηκε Μητροπολίτης Φωκίδος. Του απενεμήθη ο Χρυσούς Σταυρός του Βασιλικού Τάγματος των Ιπποτών του Βασιλέως Γεωργίου Α’. Διετέλεσε Συνοδικός Αρχιερέας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τις Συνοδικές Περιόδους : 1906-1907, 1915-1916, 1916-1917, 1926-1927.
Έπαθε περιτονίτιδα αιφνιδίως και εκοιμήθη στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 1928. Κατά την Β’ Κυριακή των Νηστειών, μνημονεύεται πρώτος στο τελούμενο ετήσιο Μνημόσυνο Κτητόρων, Ευεργετών και Δωρητών της Ενορίας Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγ. Νικολάου Αμφίσσης.
Αμβροσίου, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Μητροπολίτου της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.


Επισκοπική Επιτροπή Φωκίδος (18 Φεβρουαρίου 1887 έως 11 Ιουλίου 1901)
Γι αυτό το χρονικό διάστημα δεν ευρέθησαν στοιχεία στο Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος περί διορισμού Επισκοπικής Επιτροπής. Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1900, στην τελετή θεμελίωσης του Ενοριακού Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγ. Νικολάου Αμφίσσης, ως Επισκοπικός Επίτροπος προεξήρχε ο Εφημέριος του Επισκοπικού Ιερού Ναού Ευαγγελισμός της Θεοτόκου Αμφίσσης.


Δαυίδ Επίσκοπος Φωκίδος (111 Ιουλίου 1855 έως 17 Φεβρουαρίου 1887)
Ο κατά κόσμον Αδαμάντιος Μολοχάδης, γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1805 στο Νεοχώριο Πηλίου από τον Πανταζή και την Ελένη Μολοχά.  Ορφάνεψε από πατέρα στα 6 του χρόνια και προορισμένος από την μητέρα του για το λειτούργημα της ιερωσύνης ασχολήθηκε με τα εκκλησιαστικά γράμματα στην γειτονική Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου.  Δώδεκα ετών όταν πήγε στον Μητροπολίτη Δημητριάδος Αθανάσιο, εκείνος διέγνωσε τα σπάνια χαρίσματα του και τον χειροθέτησε σε Αναγνώστη και αργότερα εις διάκονο οπότε έλαβε το όνομα Δαυίδ. Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 ήταν φοιτητής στο Ελληνικό Σχολείο Μακρυνίτσης.  Σώθηκε ως εκ θαύματος σε μάχη κατά των τούρκων και κατέφυγε στην Σκόπελο, και εν συνεχεία στο σπίτι του. Σε νέα επιδρομή του τούρκικου στρατού κατέφυγε στην Τήνο όπου επανέλαβε τις διακοπείσες σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Έλαβε το δίπλωμα του γραμματοδιδασκάλου και πήρε δημόσια θέση αλλά μετά από λίγο προτίμησε να συνεχίσει σπουδάζοντας κοντά στον Θεόφιλο Κάιρο στην Άνδρο, αποφεύγοντας όμως τις ετεροδοξίες που εισήγαγε ο Θεόφιλος κατά των χριστιανικών παραδόσεων. Μετά τριετία φοίτησε στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κατόπιν εκλήθη ως διδάσκαλος στην Κοινότητα Κυδωνιών της Μ. Ασίας από την οποία απολύθηκε λόγω της μαθητείας του κοντά στον Θεόφιλο. Από το 1841 διετέλεσε διευθυντής των Ελληνικών Σχολείων Τήνου και Άνδρου.  Κατά το 1853 διορίστηκε Ιεροκήρυκας στο Νομό Κυκλάδων. Το 1854 χειροτονήθηκε εις πρεσβύτερο. Οι εύγλωττες διδασκαλίες  του από άμβωνος ήταν μοναδικές και αμίμητες. Τον Ιούνιο του 1855 ενώ βρισκόταν στα χωριά της Νάξου για θείο κήρυγμα έλαβε την είδηση ότι εν αγνοία του εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ενεκρίθη από τον Βασιλέα Όθωνα, ως Επίσκοπος Φωκίδος. (Διάταγμα 12-07-1855).

Εποίμανε την Επισκοπή Φωκίδος με αρετή και ευσέβεια, χριστιανική πραότητα και αγαθότητα, και κατέκτησε την αμέριστη αγάπη και τον απεριόριστο σεβασμό του ποιμνίου του. Υπηρέτησε την Πατρίδα σε σοβαρές περιστάσεις, κατά τις οποίες εστάλη από την Ελληνική Κυβέρνηση στην Αλεξάνδρεια και στην Κων/πολη πριν γίνει το βουλγαρικό σχίσμα, όπου διεξήγαγε τις εντολές που του είχαν αναθέσει προκαλώντας την έκπληξη του τότε Υπουργού των Εκκλησιαστικών Δημητρίου Σαράβα, ο οποίος είπε γι αυτόν ότι «κάτω από το καλογερικό ράσο κρυβόταν έξοχος διπλωμάτης».

Στον βίο του υπήρξε υπόδειγμα λιτότητας, εγκρατείας, μετριοφροσύνης, αγαθότητας, αυταπαρνήσεως και προσηλώσεως στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Η Ελληνική Κυβέρνηση τον τίμησε με το Αριστείο του Αγώνος και το Παράσημο των Ανωτέρων Ταξιαρχών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος. Αλλά ο πιο επίζηλος τίτλος που άφησε στους γνωρίζοντες τα εξαίρετα προσόντα του, είναι η μνήμη των πολλαπλών ευεργεσιών του προς το ποίμνιον του. Υπήρξε αρχιερεύς όσιος, άκακος, φιλογενής και εις άκρον φιλομαθής.

Ο μακαριστός ιεράρχης ήταν κτήτωρ του Ιερού Ναού ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου Αμφίσσης, που θεμελιώθηκε την 24ην Μαρτίου 1859. Την κατασκευή του ναού επιμελήθηκε και επέβλεπε προσωπικά ο ίδιος.  Στις 24 Μαρτίου 1869 εγκαινιάσθηκε τρισυπόστατος Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και των Αγίων Ενδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου και Δημητρίου, καθόσον το ζητούσαν οι κάτοικοι μετά από ανεύρεση εικόνας στην περιοχή. Επίσης το 1861 ανακαίνισε τον τότε Ενοριακό Ιερό Ναό Αγ. Νικολάου Αμφίσσης όπως αναγράφεται στο υπέρθυρον. Πρόκειται για τον σημερινό Ιερό Ναό Αγ. Νικολάου - Αγίας Παρασκευής στην συνοικία Χάρμαινα).

Διετέλεσε Συνοδικός Αρχιερεύς (τακτικό μέλος) της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τις περιόδους 1860-1861, 1866-1867, 1876-1878, 1881-1883.  Κατά την εορτή των Θεοφανείων του έτους 1882, τέλεσε με μεγαλοπρέπεια τον Μεγάλο Αγιασμό στην Δεξαμενή Αθηνών.
Ο μακαριστός Επίσκοπος Φωκίδος Δαυΐδ, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 17 Φεβρουαρίου 1887 στην Άμφισσα, και την επομένη εκηδεύθη και ετάφη στον προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αμφίσσης, όπου βρίσκεται και η προτομή του. Τα οστά του ευρίσκονται εντός θήκης στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Μία οδός της πόλεως Αμφίσσης φέρει τιμητικά το όνομά του. Την βιβλιοθήκη του δώρισε στο Γυμνάσιο Βόλου. Μία αρχιερατική ράβδος του και τα παράσημά του διαφυλάσσονται στο αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως. Εποίμανε την περιφέρεια επί 35 χρόνια.
Δαυΐδ, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Επισκόπου της Αγιωτάτης Επισκοπής Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.


Επισκοπική Επιτροπή Φωκίδος  (29 Απριλίου 1855 έως Ιούλιο 1855)
Κατά το διάστημα αυτό που ήταν χηρεύων ο θρόνος της Επισκοπής Φωκίδος, δεν υπάρχουν στοιχεία στο Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για το διορισμό Επισκοπικής Επιτροπής.


Ιωσήφ Επίσκοπος Φωκίδος. (Οκτώβριος 1852 έως 28 Απριλίου 1855)
Κατά κόσμον ονομαζόταν Ιωάννης Κουτουμάνης.  Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο Δίστομο του Νομού Βοιωτίας εξ ού και χρησιμοποιούσε το επώνυμο Διστομίτης. Έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Οσίου Λουκά Λειβαδιάς όπου μορφώθηκε και στην ίδια Μονή χειροτονήθηκε διάκονος. Ήταν δάσκαλος του υιού του Ιωάννου Φίλωνος και με συστάσεις του πήγε για σπουδές στην Κων/πολη και στην Κυδωνία (Αϊβαλί). Ήταν άνδρας μειλίχιος, ευμαθής και φιλότιμος.

Κατά την Επανάσταση του 1821 διετέλεσε γραμματέας της Εφορείας Λεβαδείας. Το 1825 ο τότε Ιεροδιάκονος Ιωσήφ Διστομίτης υπηρέτησε στο σχολείο Λεβαδείας, και κατόπιν διορίστηκε στο Προκαταρκτικό Κεντρικό Σχολείο Αίγινας το 1830. Από 31 Αυγούστου 1835 επί Βασιλείας Όθωνος, διορίστηκε πρώτος Σχολάρχης του Βασιλικού Σχολείου Αμφίσσης (ΦΕΚ 5 Σεπτ. 1835). Μετέπειτα υπηρέτησε ως Σχολάρχης στο Ελληνικό Σχολείο Λεβαδείας από το 1840.

Κατά το έτος 1852 συμπεριελήφθη στους τρεις υποψηφίους προς αρχιερατεία για την Επισκοπή Φθιώτιδος και μεταγενέστερα για την Επισκοπή Ευβοίας, και την 15η Οκτωβρίου 1852 με έγγραφο του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ανακοινώνεται στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ότι η Α.Μ. ο Βασιλεύς της Ελλάδος Όθων εγκρίνει ως επίσκοπο της Αγιωτάτης Επισκοπής Φωκίδος τον Σχολάρχην Λεβαδείας ιεροδιάκονον κύριον Ιωσήφ Διστομίτη. Την επομένη χειροτονήθηκε στον τότε Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης (οδού Αιόλου). Έγινε επικύρωση της εκλογής του με Βασιλικό διάταγμα της 19 Οκτωβρίου 1852. Η ενθρόνιση του έγινε στον τότε Επισκοπικό Ιερό Ναό Άγίων Θεοδώρων Άμφισσας.
Εκοιμήθη εν Κυρίω την 28η ή 29η Απριλίου 1855 στην Άμφισσα, εξ αιτίας παθήσεως της ουροδόχου κύστεως (διακοπή αποβολής ούρων).  Πιθανότατα κηδεύτηκε και ετάφη στο κοιμητήριο του τότε Επισκοπικού Ιερού Ναού των Αγίων Θεοδώρων Αμφίσσης.

Ολόκληρη η Φωκίδα και ιδιαίτερα η πόλη της Άμφισσας θρήνησε την στέρηση του αγαθού ποιμενάρχου της, του Ιωσήφ Διστομίτη, και με άκρα θρησκευτική ευλάβεια συνέρρεαν ιερείς, ηγούμενοι των ιερών μονών και πολίτες κάθε τάξης και ηλικίας στο άγιον του λείψανον. Εν τούτοις, ο μακαρίτης προβλέπων το τέρμα της ζωής του, εξομολογήθηκε, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, διέθεσε τα υπάρχοντα του με μυστική διαθήκη και μετά τρεις ημέρες εκοιμήθη.
Ιωσήφ, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Επισκόπου της Αγιωτάτης Επισκοπής Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.


Επισκοπή Φωκίδος (9/10 Ιουλίου 1952 έως Οκτώβριο 1852)
Για αυτό το χρονικό διάστημα οπότε επανιδρύθηκε η Επισκοπή Φωκίδος, δεν ευρέθησαν στοιχεία στο Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.


Χηρεύουσα Επισκοπή Φθιώτιδος, στην οποία είχε συνενωθεί και η πρώην Επισκοπή Φωκίδος. (21 Φεβρουαρίου 1851 έως 9/10 Ιουλίου 1852)
Κατά το διάστημα αυτό δεν υπάρχουν στοιχεία στο Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για διορισμό Επισκοπικού Επιτρόπου ή Τοποτηρητού.


Ιάκωβος Μητροπολίτης της Επισκοπής Φθιώτιδος που ενώθηκε με την Επισκοπή Φωκίδος.   (Δεκέμβριος 1841 έως 20 Φεβρουαρίου 1851)
Η καταγωγή του ήταν από τη Λέσβο. Το 1827 ήρθε από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης σαν Μητροπολίτης στην Μητρόπολη Ευρίπου με έδρα την Χαλκίδα στην οποία επικρατούσαν ακόμη οι τούρκοι.  Το 1833 διορίστηκε Μητροπολίτης της Επισκοπής Φθιώτιδος (Διάταγμα 21-11-1833, ΦΕΚ αρ. 38 της 27-11-1833).

Τον Δεκέμβριο του 1841 όταν προήχθη ο Φωκίδος Νεόφυτος στην Επισκοπή Ευβοίας (ΦΕΚ αρ. 26/1841), σ.160), η Ιερά Σύνοδος ανέθεσε στον Ιάκωβο να αναλάβει την ποιμαντική της παροικίας Φωκίδος που συγχωνεύτηκε με το σχετικό διάταγμα στην Επισκοπή Φθιώτιδος της οποίας ήδη προΐστατο και να παραλάβει όλα τα υπάρχοντα στο Γραφείο της Επισκοπής έγγραφα και ιερά σκεύη ή άμφια που ανήκαν εκεί. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του έδωσε πολύ καλές εντυπώσεις στο νέο ποίμνιο, όλοι οι πρεσβύτεροι του κλήρου της επισκοπής καθώς και όλα τα πνευματικά του παιδιά, τον δέχτηκαν με ευχαρίστηση και αμέσως άρχισε να περιοδεύει τις πόλεις της επαρχίας Φωκίδος διευθετώντας και κανονίζοντας τις προκύπτουσες διαφορές, βάζοντας επιτρόπους στις κεντρικότερες πόλεις και κωμοπόλεις για διευκόλυνση των κατοίκων και τήρησε αμείωτη την υπόσχεση του για πνευματική εποπτεία της περιοχής σε όλη την διάρκεια της Αρχιερατικής του ζωής.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιάκωβος έκανε πολλά θεάρεστα έργα για το ποίμνιό του.  Κατά δε το έτος 1847 δώρισε και την οικία του στη Λαμία για την ίδρυση νοσοκομείου σε αυτήν, με διάταγμα 13-08-1847 (ΦΕΚ αρ. 28/1847, σ. 225) στο οποίο εκδηλωνόταν  η βασιλική ευαρέσκεια «για τη φιλάνθρωπη και γενναία αυτή πράξη του».
Ο μακαριστός Μητροπολίτης της Επισκοπής Φθιώτιδος Κυρός Ιάκωβος, διετέλεσε μέλος της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος κατά τις εξής Συνοδικές Περιόδους : 1848-1849 (συμπληρωματικό μέλος, παραιτηθέντος του τακτικού μέλους Επισκόπου Ασίνης Μακαρίου, έγινε τακτικό μέλος), 1849-1850, 1850-1851.
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Φεβρουαρίου 1851 σε ηλικία 56 ετών.
Ιακώβου, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Μητροπολίτου της Αγιωτάτης Επισκοπής Φθιώτιδος και της συνενωθείσης Αγιωτάτης Επισκοπής Φωκίδος, ημών δε πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η Μνήμη.



Νεόφυτος Επίσκοπος Φωκίδος (Νοέμβριος 1833 – 24 Δεκεμβρίου 1841)

Ο Επίσκοπος Νεόφυτος κατά κόσμον Νικόλαος Αδάμ, γεννήθηκε στην αρχή του έτους 1780 ή 1770 στο χωριό Φύλλα της Χαλκίδος. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ανέστης ή Αναστάσιος Αδάμ, έμπορος στο επάγγελμα και η μητέρα του Ρωτώ ή Ερατώ. Τα εγκύκλια γράμματα τα διδάχθηκε στην γεννέτειρά του, από κάποιον διδάσκαλο ιερέα. Λόγω του ότι ο πατέρας του κοιμήθηκε πριν γεννηθεί, υποχρεώθηκε να μάθει κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, όπου μαθήτευσε στην Χαλκίδα σε υποδηματοποιείο.

Σε ηλικία 13 ετών με έγκριση της μητέρας του εισήλθε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Αρκά, κοντά στο χωριό του, όπου έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Νεόφυτος. Στην Ιερά Μονή παρέμεινε για ένα έτος. Εν συνεχεία χειροτονήθηκε Διάκονος υπό του Μητροπολίτου Ευρίπου Ιεροθέου. Από το 1806 και εξής υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτου Άρτης Πορφυρίου και εν συνεχεία ως Πρωτοσύγκελλος της Ι.Μ. Άρτης.

Η Εκκλησία για να τιμήσει το έργο του, τον προήγαγε κατά το έτος 1813 σε Επίσκοπο με τον τίτλο της Επισκοπής Μιλητουπόλεως της Μικράς Ασίας. Μετά την παρέλευση 4 ετών, κατά το έτος 1817, εξελέγη Επίσκοπος Καρύστου.
Ως Επίσκοπος Καρύστου επί μια τετραετία αρχιεράτευσε με σχετική ησυχία, διότι από τον Μάρτιο του 1821 άρχισε ο αγώνας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Ως πνευματικός καθοδηγητής των χριστιανών, φρόντιζε όχι μόνο για την σωτηρία της ψυχής των, αλλά και για την διάσωση από των κινδύνων που διέτρεχαν από τον διαβόητο τούρκο διοικητή Καρύστου Ομέρ Βέην. Ως φιλόπατρις και αγωνιστής υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος ήταν πολεμιστής αδάμαστος και στρατηγός ζηλωτής.
Ο μακαριστός Επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος με απόφαση του Μητροπολίτου Αθηνών Διονυσίου, το Μάιο του 1822 μετατέθηκε (επιτροπικώς) στην χηρεύουσα και ανήκουσα υπό την κανονική δικαιοδοσία του Επισκοπή Σόλωνος (Σαλώνων, Αμφίσσης), όμως ο Επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος ανήκε υπό την κανονική δικαιοδοσία του ζώντος Μητροπολίτου Ευρίπου (Χαλκίδος) Γρηγορίου. Η ενέργεια αυτή είχε την αντίδραση του Προέδρου του Συμβουλίου των Υπουργών, διότι δεν είχε πολιτειακή νομιμότητα. Με ενέργειες του Προέδρου του Συμβουλίου των Υπουργών και του Υπουργού Θρησκείας, προς τον Μητροπολίτη Αθηνών και τον Επίσκοπο Νεόφυτο ανακλήθηκε η ανωτέρω απόφαση. Ο Επίσκοπος Νεόφυτος με αναφορά του προς τη Βουλή απέδειξε ότι είναι αθώος και κρίθηκε αθώος.
Ο μακαριστός Ιεράρχης διετέλεσε παραστάτης της Καρύστου για την τρίτη περίοδο της προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος (Οκτώβριος 1824), ως πληρεξούσιος (Μάιος 1825), ως στρατολόγος και φροντιστής στρατοπέδων και ταυτόχρονα συνδύαζε ποιμαντικά και εθνικά καθήκοντα με μεγάλη επιτυχία. Μετά τους αγώνες ο μακαριστός Επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος, διορίσθηκε από τον Υπουργό Θρησκείας ως Έξαρχος των Κυκλάδων και των Σποράδων νήσων (1828 – 1831). Ακολούθως ο μακαριστός Επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος διορίσθηκε κατά το έτος 1830 Τοποτηρητής στην χηρεύουσα Επισκοπή Λιδωρικίου, μετά την κοίμηση του μακαριστού Επισκόπου Λιδωρικίου Ιωαννικίου κατά το έτος 1830, όμως δεν αποδέχθηκε τον διορισμό αυτόν.

Στις 16 Ιουλίου 1833 υπέγραψε στο Ναύπλιο το πρωτόκολλο περί της γνώμης των εν Ελλάδι Αρχιερέων για την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με διάταγμα της Αντιβασιλείας που εκδόθηκε στο Ναύπλιο από 21 Νοεμβρίου 1833 (ΦΕΚ αριθ. 38/27-11-1833), διορίσθηκε Επίσκοπος Φωκίδος, ο μέχρι τότε Επίσκοπος Καρύστου Νεόφυτος. Η ενθρόνιση έγινε στον τότε Επισκοπικό Ιερό Ναό των Αγίων Θεοδώρων Αμφίσσης.
Για την ποιμαντορία του στην Επισκοπή Φωκίδος, δεν έχουν βρεθεί πολλά στοιχεία, πλην ορισμένων δημοσιευθέντων υπηρεσιακών εγγράφων. Παρά ταύτα το πρώτο μέλημα του μακαριστού Επισκόπου Φωκίδος κυρού Νεοφύτου, ήταν η φροντίδα ανεγέρσεως των κατεστραμμένων ή ανακαινίσεως των ημικατεστραμμένων Ιερών Ναών στις πόλεις και στα χωριά της Επισκοπής Φωκίδος, από την βάρβαρη δουλεία των πολεμικών επιχειρήσεων του αγώνος της Παλιγγενεσίας. Παράλληλο μέλημα ήταν η περίθαλψη και η επούλωση πληγών και η παρηγοριά σε αυτούς που είχαν ανάγκη (πτωχοί, ανάπηροι, χήρες, ορφανά κ.α.).
Ο μακαριστός Επίσκοπος Νεόφυτος ποίμανε την Επισκοπή Φωκίδος μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 1841 όπου με διάταγμα επί Βασιλέως της Ελλάδος Όθωνος (ΦΕΚ 26/24-12-1841), μετατέθηκε στην χηρεύουσα Επισκοπή Ευβοίας. Με την μετάθεση αυτή ήταν τακτικός μέλος της Ιεράς Συνόδου ως Επίσκοπος Φωκίδος και συνέχισε ως Επίσκοπος Ευβοίας.
Ο μακαριστός Επίσκοπος Ευβοίας Νεόφυτος διετέλεσε Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος για μια οκταετία (23-8-1842 έως 22-7-1850), μέχρι της εκδόσεως του Συνοδικού Τόμου του έτους 1850, δια του οποίου κανονικώς ανηγορεύθηκε και κηρύχθηκε Αυτοκέφαλος η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Εκκλησία.
Εκοιμήθηκε εν Κυρίω στις 11 Απριλίου 1851 και ενταφιάστηκε στην ανατολική πλευρά του Επισκοπικού Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Χαλκίδος. Τα οστά του μεταφέρθηκαν κατά το έτος 1973 στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βάθειας, από τον Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο Σελέντη (1968-1974).
Ο μακαριστός Επίσκοπος Νεόφυτος ονομάσθηκε ως «ο πρόμαχος της πίστεως και οπλίτης της πατρίδος». Από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη χαρακτηρίστηκε ως «ανήρ θεοσεβής και σεβάσμιος», από τον Δημήτριο Υψηλάντη ως «ψυχή όντως γενναιόφρων και υπέρμαχος» από την Βουλή των Ελλήνων ως «σεβαστό του Αγώνος λείψανο». Σε δημοσίευμα της εφημερίδος «Αθηνά» των Αθηνών χαρακτηρίζεται ως «φίλος ένθερμος της Ελευθερίας και αυτονομίας της πατρίδος του αφιερώθηκε σε αυτήν από την αρχή του αγώνος. Ό,τι και αν είχε το ξόδευε σε ελεημοσύνες, απεβίωσε και αμφιβάλουμε αν βρέθηκαν σε αυτόν πενήντα δραχμές».
Νεοφύτου, του Σεβασμιωτάτου και μακαριστού Επισκόπου πρώην της Αγιωτάτης Επισκοπής Φωκίδος, ημών δεν πατρός και Ποιμενάρχου, Αιωνία η μνήμη.